αλλοπαρμένος — η, ο ο παράφρων, εκείνος τού οποίου πήραν άλλοι τα λογικά (ο διάβολος ή κακοποιό πνεύματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παρμένος, μτχ. πρκ. τού παίρνω] … Dictionary of Greek
αλλοπαίρνω — 1. βλάπτω τον νου κάποιου λέγεται για τα δαιμόνια τα οποία κατά τη δοξασία τού λαού προσβάλλουν αιφνίδια κάποιον και τού αφαιρούν το λογικό 2. νομίζω, εκλαμβάνω κάτι σαν κάτι άλλο 3. (παθ. μτχ.) αλλοπαρμένος*, η, ο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παίρνω] … Dictionary of Greek
μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος … Dictionary of Greek
νεραϊδοπαίρνω — 1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, η, ο αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής… … Dictionary of Greek
ξωπαρμένος — η, ο αυτός που έχασε το μυαλό του από τα ξωτικά, από τις νεράιδες, νεραϊδοπαρμένος, αλλοπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωπαρμένος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] … Dictionary of Greek